υπογραφικός

υπογραφικός
-ή, -όν, Μ [ὑπογράφω]
περιγραφικός, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που περιέχει ορισμό («ὁ δὲ ὑπογραφικὸς ὁρισμὸς μικτός ἐστιν ἐξ οὐσιωδῶν καὶ ἐπουσιωδῶν», Δαμασκ. Ι.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπογραφικός — descriptive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικά — ὑπογραφικός descriptive neut nom/voc/acc pl ὑπογραφικά̱ , ὑπογραφικός descriptive fem nom/voc/acc dual ὑπογραφικά̱ , ὑπογραφικός descriptive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικόν — ὑπογραφικός descriptive masc acc sg ὑπογραφικός descriptive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικοῖς — ὑπογραφικός descriptive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικοί — ὑπογραφικός descriptive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικοῦ — ὑπογραφικός descriptive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικούς — ὑπογραφικός descriptive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικωτέρους — ὑπογραφικός descriptive masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφική — ὑπογραφικός descriptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφικήν — ὑπογραφικός descriptive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”